- διαταράξαν
- διαταράσσωthrow into confusionaor part act neut nom/voc/acc sgδιαταράσσωthrow into confusionaor part act neut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Νεπάλ — Χώρα της νότιας Ασίας. Συνορεύει Β με την Κίνα και Α, Ν και Δ με την Ινδία.Tο Ν., που βρίσκεται ανάμεσα στα υψίπεδα του Θιβέτ και στην πεδιάδα του Γάγγη, εκτείνεται δίπλα στις μεσημβρινές πλαγιές των Iμαλαΐων, σε μια εδαφική έκταση σχεδόν… … Dictionary of Greek
Παΐσιος — I Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Η μνήμη του τιμάται στις 19 Ιουνίου. II (1722 – 1798). Βούλγαρος συγγραφέας και μοναχός. Σε νεαρή ηλικία πήγε στο Άγιο Όρος και έζησε για μεγάλο διάστημα στη μονή Ζωγράφου, όπου πήρε επίλεκτη θέση ανάμεσα… … Dictionary of Greek